Ror på græsk

Oversættelse: ror, Ordbog: dansk » græsk

Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
πηδάλιο, τιμόνι, δοιάκι, πηδαλίου, του πηδαλίου, κίνησης πηδαλίου διεύθυνσης, το πηδάλιο
Ror på græsk
Relaterede ord
Andre Sprog

Relaterede ord: ror

ror aksler, ror antonymer, ror betydning, ror engelsk, ror gamma, ror sprog ordbog græsk, ror på græsk

Oversættelser

  • rolle på græsk - χωρίζω, χαρακτήρας, μερίδιο, ρόλος, ρόλο, ρόλου, το ρόλο, ...
  • roman på græsk - καινοφανής, μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο
  • ros på græsk - εκθειάζω, έπαινος, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
  • rose på græsk - εκθειάζω, τριαντάφυλλο, επαινώ, έπαινος, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, ανήλθε, ...
Tilfældige ord
Ror på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: πηδάλιο, τιμόνι, δοιάκι, πηδαλίου, του πηδαλίου, κίνησης πηδαλίου διεύθυνσης, το πηδάλιο