Sæd på græsk
Oversættelse: sæd, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
εμφυτεύω, σπέρνω, σπέρμα, σπόρος, σπέρματος, το σπέρμα, του σπέρματος, σπέρμα που
Andre Sprog
Relaterede ord: sæd
doner sæd, hvor meget sæd, sluge sæd, sperm, sæd antonymer, sæd sprog ordbog græsk, sæd på græsk
Oversættelser
- såre på græsk - πληγώνω, λαβώνω, χτυπώ, πονώ, τραυματίζω, τραυματισμός, τραύμα, ...
- sæbe på græsk - σαπούνι, σαπουνιού, σάπωνα, σάπωνος, σαπούνια
- sædcelle på græsk - σπέρμα, σπέρματος, του σπέρματος, σπερματοζωαρίων, το σπέρμα
- sædvane på græsk - έθιμο, συνήθεια, τρόπος, έξη, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, ...
Tilfældige ord
Sæd på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: εμφυτεύω, σπέρνω, σπέρμα, σπόρος, σπέρματος, το σπέρμα, του σπέρματος, σπέρμα που
Oversættelser: εμφυτεύω, σπέρνω, σπέρμα, σπόρος, σπέρματος, το σπέρμα, του σπέρματος, σπέρμα που