Selskab på græsk
Oversættelse: selskab, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
εταιρία, θίασος, κοινωνία, παρέα, ομήγυρη, συντροφιά, κόμμα, διάδικος, κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, διαδίκου
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: selskab
aps selskab, cardiologisk selskab, dansk cardiologisk selskab, godt selskab, holding selskab, selskab sprog ordbog græsk, selskab på græsk
Oversættelser
- sekund på græsk - δευτερόλεπτο, δεύτερον, δεύτερος, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
- selleri på græsk - σέλινο, το σέλινο, σέλινου, ραβδώσεις, με ραβδώσεις
- selv på græsk - ίσος, ακόμα, ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα και
- selvbiografi på græsk - αυτοβιογραφία, την αυτοβιογραφία, αυτοβιογραφίας, αυτοβιογραφία του, η αυτοβιογραφία
Tilfældige ord
Selskab på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: εταιρία, θίασος, κοινωνία, παρέα, ομήγυρη, συντροφιά, κόμμα, διάδικος, κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, διαδίκου
Oversættelser: εταιρία, θίασος, κοινωνία, παρέα, ομήγυρη, συντροφιά, κόμμα, διάδικος, κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, διαδίκου