Smøre på græsk
Oversættelse: smøre, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
επέκταση, διαδίδω, απλώνω, φουντώνω, κηλίδα, μουτζούρα, επίχρισμα, Παπανικολάου, επιχρίσματος
Andre Sprog
Relaterede ord: smøre
smøge ærmerne op, smøre antonymer, smøre betydning, smøre cykelkæde, smøre cykelkæde wd40, smøre sprog ordbog græsk, smøre på græsk
Oversættelser
- småpenge på græsk - μετατροπή, παραλλαγή, αλλάζω, παραλλάζω, μικροέξοδα, μικρό ταμείο, ταμείου μικροεξόδων, ...
- smør på græsk - βούτυρο, βουτύρου, το βούτυρο, του βουτύρου, βούτυρο που
- snakke på græsk - κουβέντα, κουβεντιάζω, τρίζω, φλυαρώ, ομιλία, συζήτηση, ομιλίας, ...
- snart på græsk - σύντομος, σύντομα, μόλις, συντομότερο, ταχύτερο, συντομότερα
Tilfældige ord
Smøre på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: επέκταση, διαδίδω, απλώνω, φουντώνω, κηλίδα, μουτζούρα, επίχρισμα, Παπανικολάου, επιχρίσματος
Oversættelser: επέκταση, διαδίδω, απλώνω, φουντώνω, κηλίδα, μουτζούρα, επίχρισμα, Παπανικολάου, επιχρίσματος