Sparsom på græsk
Oversættelse: sparsom, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αραιός, ψιλός, λιγνός, αραιώνω, αραιή, αραιά, αραιό, αραιές
Andre Sprog
Relaterede ord: sparsom
sparsom afføring, sparsom antonymer, sparsom betydning, sparsom blødning ved menstruation, sparsom diurese, sparsom sprog ordbog græsk, sparsom på græsk
Oversættelser
- spark på græsk - κλοτσώ, λάκτισμα, κλωτσιά, χαμένη ευκαιρία, χαμένη ευκαιρία για, χαμένη ευκαιρία για την
- sparke på græsk - κλοτσώ, λάκτισμα, κλωτσιά, Kick, χαμένη ευκαιρία για, χαμένη ευκαιρία για την
- spejl på græsk - καθρέφτης, αντικατοπτρίζω, καθρέπτης, καθρέφτη, καθρέπτη, κάτοπτρο
- spektrum på græsk - φάσμα, φάσματος, ραδιοφάσματος, το φάσμα, του ραδιοφάσματος
Tilfældige ord
Sparsom på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αραιός, ψιλός, λιγνός, αραιώνω, αραιή, αραιά, αραιό, αραιές
Oversættelser: αραιός, ψιλός, λιγνός, αραιώνω, αραιή, αραιά, αραιό, αραιές