Spredt på græsk
Oversættelse: spredt, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αραιώνω, ψιλός, αραιός, λιγνός, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Andre Sprog
Relaterede ord: spredt
spredt antonymer, spredt bebyggelse, spredt betydning, spredt diskenhed, spredt engelsk, spredt sprog ordbog græsk, spredt på græsk
Oversættelser
- sport på græsk - αθλητισμός, Αθλητικά, Sports, Αθλήματα, Σπορ
- sporvogn på græsk - τραμ, του τραμ, το τραμ, με το τραμ
- spring på græsk - αναπηδώ, πηδώ, χοροπηδώ, πήδημα, άλμα, βήμα, δίσεκτο, ...
- springe på græsk - δεμένος, χοροπηδώ, άνοιξη, εκτινάσσομαι, αναπηδώ, πηδώ, παραλείψτε, ...
Tilfældige ord
Spredt på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αραιώνω, ψιλός, αραιός, λιγνός, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Oversættelser: αραιώνω, ψιλός, αραιός, λιγνός, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής