Stål på græsk
Oversættelse: stål, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ατσαλένιος, χάλυβας, ατσάλι, χάλυβα, σιδήρου και χάλυβα, από χάλυβα
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: stål
børstet stål, carport, carport stål, dansk stål, galvaniseret stål, stål sprog ordbog græsk, stål på græsk
Oversættelser
- styrke på græsk - εξαναγκάζω, δύναμη, ρώμη, βία, ισχύς, αντοχή, αντοχής, ...
- stå på græsk - εξέδρα, στάση, σταθεί, ηρεμία, παραμείνει, στέκονται
- stængel på græsk - μίσχος, κυνηγώ, παγανίζω, στείρα, στέλεχος, βλαστικών, βλαστικά, ...
- stær på græsk - ψαρόνι, Καταρράκτης, καταρράκτη, καταρράκτες, Ο καταρράκτης, Οι καταρράκτες
Tilfældige ord
Stål på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ατσαλένιος, χάλυβας, ατσάλι, χάλυβα, σιδήρου και χάλυβα, από χάλυβα
Oversættelser: ατσαλένιος, χάλυβας, ατσάλι, χάλυβα, σιδήρου και χάλυβα, από χάλυβα