Stenografi på græsk
Oversættelse: stenografi, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
στενογραφία, συντομογραφία, στενογραφίας, συντόμευση, συντομογραφίας
Andre Sprog
Relaterede ord: stenografi
stenografi adalah, stenografi alfabet, stenografi alfabetet, stenografi antonymer, stenografi betydning, stenografi sprog ordbog græsk, stenografi på græsk
Oversættelser
- sten på græsk - κουνώ, λιθοβολώ, ροκ, πετροβολώ, πέτρα, λικνίζω, πέτρινο, ...
- stenbrud på græsk - νταμάρι, λατομείο, λατομείου, του λατομείου, λατομείων, λατομικών
- stetoskop på græsk - στηθοσκόπιο, το στηθοσκόπιο, στηθοσκοπίου, στηθοσκόπιο για
- sti på græsk - διαδρομή, μονοπάτι, πορεία, διαδρομής, δρόμο
Tilfældige ord
Stenografi på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: στενογραφία, συντομογραφία, στενογραφίας, συντόμευση, συντομογραφίας
Oversættelser: στενογραφία, συντομογραφία, στενογραφίας, συντόμευση, συντομογραφίας