Strø på græsk
Oversættelse: strø, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
διασπείρω, ρίχνω, βάζω, χιμώ, διασκορπίζομαι, σκορπίζω, διασκορπίζω, ψιχαλίζω, καταβρέχω, ραντίζω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: strø
strø antonymer, strø betydning, strø bjerge, strø herred, strø kirke, strø sprog ordbog græsk, strø på græsk
Oversættelser
- stråling på græsk - ακτινοβολία, ακτινοβολίας, ακτινοβολίες, την ακτινοβολία, της ακτινοβολίας
- stræde på græsk - πάροδος, λωρίδα, δρομάκι, σοκάκι, στενό, Strait, Στενών, ...
- strøm på græsk - ροή, ρέω, ρεύμα, κυλώ, ρυάκι, τωρινός, ισχύς, ...
- strømpe på græsk - κάλτσα, γυναικεία κάλτσα, εκτροφής, αποθήκευση, ζωικού κεφαλαίου
Tilfældige ord
Strø på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: διασπείρω, ρίχνω, βάζω, χιμώ, διασκορπίζομαι, σκορπίζω, διασκορπίζω, ψιχαλίζω, καταβρέχω, ραντίζω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
Oversættelser: διασπείρω, ρίχνω, βάζω, χιμώ, διασκορπίζομαι, σκορπίζω, διασκορπίζω, ψιχαλίζω, καταβρέχω, ραντίζω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε