Streng på græsk

Oversættelse: streng, Ordbog: dansk » græsk

Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
σέρτικος, σοβαρός, αυστηρός, δριμύς, χορδή, κορδόνι, σειρά, συμβολοσειρά, συμβολοσειράς
Streng på græsk
Relaterede ord
Andre Sprog

Relaterede ord: streng

dna, dna streng, g streng, streng antonymer, streng betydning, streng sprog ordbog græsk, streng på græsk

Oversættelser

  • streg på græsk - γραμμή, επενδύω, παρατάσσω, ρυτίδα, κτύπημα, αποπληξία, χτύπημα, ...
  • strejke på græsk - χτυπώ, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
  • strid på græsk - αντιπαράθεση, λογομαχία, συναγωνισμός, διαφωνία, επιχείρημα, διαφορά, διένεξη, ...
  • stride på græsk - μάχομαι, αγώνας, καταπολεμώ, αγωνίζομαι, μάχη, δρασκελιά, καβαλικεύω, ...
Tilfældige ord
Streng på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: σέρτικος, σοβαρός, αυστηρός, δριμύς, χορδή, κορδόνι, σειρά, συμβολοσειρά, συμβολοσειράς