Tå på græsk
Oversættelse: tå, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ρεγάλο, αιχμή, ψηφίο, ποδοκόπι, πουρμπουάρ, toe, δακτύλων, δάχτυλο του ποδιού, δάκτυλο, νύχια
Andre Sprog
Relaterede ord: tå
betændelse tå, brækket tå, forstuvet tå, tå antonymer, tå betydning, tå sprog ordbog græsk, tå på græsk
Oversættelser
- tyve på græsk - είκοσι, εικοστή, από είκοσι
- tyveri på græsk - κλοπή, κλοπής, την κλοπή, της κλοπής, κλοπές
- tåbelig på græsk - χαζός, κουτός, ανόητος, ανόητο, ανόητη, ανόητοι, ανόητες
- tåge på græsk - ομίχλη, πούσι, ομίχλης, ομίχλης που
Tilfældige ord
Tå på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ρεγάλο, αιχμή, ψηφίο, ποδοκόπι, πουρμπουάρ, toe, δακτύλων, δάχτυλο του ποδιού, δάκτυλο, νύχια
Oversættelser: ρεγάλο, αιχμή, ψηφίο, ποδοκόπι, πουρμπουάρ, toe, δακτύλων, δάχτυλο του ποδιού, δάκτυλο, νύχια