Tillade på græsk
Oversættelse: tillade, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αφήνω, άδεια, επιτρέπω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: tillade
tillade antonymer, tillade betydning, tillade cookies, tillade cookies i din browser, tillade cookies mac, tillade sprog ordbog græsk, tillade på græsk
Oversættelser
- tilgivelse på græsk - συγχωρώ, συγχώρηση, χάρη, συγχώρεση, συγχώρεσης, τη συγχώρεση, συγγνώμη
- tilhænger på græsk - υποστηρικτής, οπαδός, μαθητής, ακολούθου, ακόλουθος, ολισθητήρα, που ακολουθεί
- tilladelse på græsk - παρατάω, επιτρέπω, άδεια, φεύγω, παραιτούμαι, την άδεια, άδειας, ...
Tilfældige ord
Tillade på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αφήνω, άδεια, επιτρέπω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Oversættelser: αφήνω, άδεια, επιτρέπω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει