Tilstå på græsk
Oversættelse: tilstå, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
διακηρύσσω, εξομολογώ, ομολογώ, ομολογήσω, ομολογήσει, ομολογούμε, να ομολογήσω
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: tilstå
tilstå antonymer, tilstå betydning, tilstå definisjon, tilstå krydsord, tilstå kryssord, tilstå sprog ordbog græsk, tilstå på græsk
Oversættelser
- tilstrækkelig på græsk - επαρκής, νισάφι, επαρκή, επαρκείς, αρκεί, επαρκές
- tilstrømning på græsk - ορμή, εισροή, εισροής, συρροής, συρροή, ροή
- tilsøle på græsk - μαγαρίζω, θαμπώνω, ξεθωριάζω, αμαυρώσει, να αμαυρώσει, αμαυρώσει τη
- tiltage på græsk - αυξάνω, αύξηση, διεκδικώ άδικως, οικειοποιηθεί, οικειοποιηθεί ένα, διεκδικούν αυθαίρετα, σφετερίζονται
Tilfældige ord
Tilstå på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: διακηρύσσω, εξομολογώ, ομολογώ, ομολογήσω, ομολογήσει, ομολογούμε, να ομολογήσω
Oversættelser: διακηρύσσω, εξομολογώ, ομολογώ, ομολογήσω, ομολογήσει, ομολογούμε, να ομολογήσω