Tjene på græsk
Oversættelse: tjene, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
υπηρετώ, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: tjene
frikort, su, su skat, tjene antonymer, tjene betydning, tjene sprog ordbog græsk, tjene på græsk
Oversættelser
- titel på græsk - τίτλος, επικεφαλίδα, πορεία, τίτλου, του τίτλου, τίτλο, εν επικεφαλίδι
- tiår på græsk - δεκαετία, Δεκαετίας, Δεκαετίας για, δεκαετία για
- tjener på græsk - υπηρέτρια, υπηρέτης, αγόρι, τραπεζοκόμος, σερβίρισμα, εξυπηρετούν, που εξυπηρετούν, ...
- tjeneste på græsk - ρουσφέτι, εξυπηρέτηση, υπηρεσία, σέρβις, εύνοια, ευνοούν, ευνοεί, ...
Tilfældige ord
Tjene på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: υπηρετώ, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν
Oversættelser: υπηρετώ, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν