Trættende på græsk
Oversættelse: trættende, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ανιαρός, μουντός, βαρετός, μουχρός, πληκτικός, κουραστικός, κουραστική, κουραστικό, κουραστικές, κουραστικά
Andre Sprog
Relaterede ord: trættende
trættende antonymer, trættende betydning, trættende krydsord, trættende ordbog, trættende oversæt, trættende sprog ordbog græsk, trættende på græsk
Oversættelser
- trække på græsk - έλκω, επισύρω, ζωγραφίζω, τραβώ, τράβηγμα, έλξη, τραβήξτε, ...
- træning på græsk - εκπαίδευση, προπόνηση, προπονούμενος, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, την κατάρτιση
- trøst på græsk - άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
- trøste på græsk - παρηγορώ, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
Tilfældige ord
Trættende på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ανιαρός, μουντός, βαρετός, μουχρός, πληκτικός, κουραστικός, κουραστική, κουραστικό, κουραστικές, κουραστικά
Oversættelser: ανιαρός, μουντός, βαρετός, μουχρός, πληκτικός, κουραστικός, κουραστική, κουραστικό, κουραστικές, κουραστικά