Uafbrudt på græsk
Oversættelse: uafbrudt, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
διαρκής, αδιάλειπτη, αδιάκοπη, απρόσκοπτη, χωρίς διακοπή, αδιάλειπτης
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: uafbrudt
afbrudt engelsk, uafbrudt amning, uafbrudt ansættelse, uafbrudt antonymer, uafbrudt beskæftigelse, uafbrudt sprog ordbog græsk, uafbrudt på græsk
Oversættelser
- tørv på græsk - τύρφη, τύρφης, η τύρφη, της τύρφης, από τύρφη
- tøve på græsk - διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
- uafhængighed på græsk - ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
- uagtsomhed på græsk - αμελώ, αμέλεια, αμέλειας, αμελείας, αμελειών, αμέλεια εκ
Tilfældige ord
Uafbrudt på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: διαρκής, αδιάλειπτη, αδιάκοπη, απρόσκοπτη, χωρίς διακοπή, αδιάλειπτης
Oversættelser: διαρκής, αδιάλειπτη, αδιάκοπη, απρόσκοπτη, χωρίς διακοπή, αδιάλειπτης