Uafhængighed på græsk
Oversættelse: uafhængighed, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: uafhængighed
uafhængighed 1918, uafhængighed antonymer, uafhængighed betydning, uafhængighed engelsk, uafhængighed fra danmark, uafhængighed sprog ordbog græsk, uafhængighed på græsk
Oversættelser
- tøve på græsk - διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
- uafbrudt på græsk - διαρκής, αδιάλειπτη, αδιάκοπη, απρόσκοπτη, χωρίς διακοπή, αδιάλειπτης
- uagtsomhed på græsk - αμελώ, αμέλεια, αμέλειας, αμελείας, αμελειών, αμέλεια εκ
- ubehag på græsk - αποστροφή, αντιπάθεια, δυσφορία, ταλαιπωρία, ενόχληση, δυσφορίας, ενοχλήσεις
Tilfældige ord
Uafhængighed på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
Oversættelser: ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία