Ubehag på græsk
Oversættelse: ubehag, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αποστροφή, αντιπάθεια, δυσφορία, ταλαιπωρία, ενόχληση, δυσφορίας, ενοχλήσεις
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: ubehag
ubehag antonymer, ubehag betydning, ubehag efter mr scanning, ubehag i endetarmen, ubehag i ganen, ubehag sprog ordbog græsk, ubehag på græsk
Oversættelser
- uafhængighed på græsk - ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
- uagtsomhed på græsk - αμελώ, αμέλεια, αμέλειας, αμελείας, αμελειών, αμέλεια εκ
- ud på græsk - έξω, από, τις, καθορίζονται, ορίζονται
- udbrud på græsk - ξέσπασμα, ξεσπώ, έκρηξη, εστίας, επιδημία, επιδημίας
Tilfældige ord
Ubehag på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αποστροφή, αντιπάθεια, δυσφορία, ταλαιπωρία, ενόχληση, δυσφορίας, ενοχλήσεις
Oversættelser: αποστροφή, αντιπάθεια, δυσφορία, ταλαιπωρία, ενόχληση, δυσφορίας, ενοχλήσεις