Udsvævelser på græsk
Oversættelse: udsvævelser, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
μαυλίζω, εκμαυλίζω, μαύλισμα, ξεμαυλίζω, ασωτία, ακολασία, ξεμαύλισμα, κραιπάλη, ακολασίες, ακολασίας, της ακολασίας
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: udsvævelser
udsvævelser antonymer, udsvævelser betydning, udsvævelser krydsord, udsvævelser ordbog, udsvævelser oversæt, udsvævelser sprog ordbog græsk, udsvævelser på græsk
Oversættelser
- udstrakt på græsk - πλατύς, φαρδύς, ευρύς, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, ...
- udstyr på græsk - εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
- udsætte på græsk - αναβάλλω, καθυστέρηση, εκθέτουν, εκθέσει, εκθέτετε, εκθέσουν, εκθέτει
- udtale på græsk - προφέρω, προφορά, την προφορά, εκφώνηση, προφορά της λέξης, προφοράς
Tilfældige ord
Udsvævelser på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: μαυλίζω, εκμαυλίζω, μαύλισμα, ξεμαυλίζω, ασωτία, ακολασία, ξεμαύλισμα, κραιπάλη, ακολασίες, ακολασίας, της ακολασίας
Oversættelser: μαυλίζω, εκμαυλίζω, μαύλισμα, ξεμαυλίζω, ασωτία, ακολασία, ξεμαύλισμα, κραιπάλη, ακολασίες, ακολασίας, της ακολασίας