Våben på græsk

Oversættelse: våben, Ordbog: dansk » græsk

Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
όπλο, μπράτσο, χέρι, όπλα, όπλων, τα όπλα, οπλισμού, των όπλων
Våben på græsk
Relaterede ord
Andre Sprog

Relaterede ord: våben

børnene som våben, crocodile dundee, dødbringende våben, hardball, hardball våben, våben sprog ordbog græsk, våben på græsk

Oversættelser

  • vulkan på græsk - ηφαίστειο, ηφαιστείου, το ηφαίστειο, στο ηφαίστειο, του ηφαιστείου
  • vurdere på græsk - υπολογίζω, δικάζω, κριτής, αξιολογώ, εκτιμώ, αξιολογούν, αξιολόγηση, ...
  • våbenhvile på græsk - ανακωχή, εκεχειρία, κατάπαυση του πυρός, κατάπαυσης του πυρός, κατάπαυσης του πυρός της, την κατάπαυση του πυρός, την κατάπαυση του
  • våd på græsk - περιχύω, βρεγμένος, υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
Tilfældige ord
Våben på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: όπλο, μπράτσο, χέρι, όπλα, όπλων, τα όπλα, οπλισμού, των όπλων