Vanskelig på græsk
Oversættelse: vanskelig, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
εύθραυστος, λεπτός, μαλθακός, σκληρός, αδύναμος, φίνος, άβολος, δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: vanskelig
vanskelig antonymer, vanskelig betydning, vanskelig engelsk, vanskelig graviditet, vanskelig intubation, vanskelig sprog ordbog græsk, vanskelig på græsk
Oversættelser
- vanfør på græsk - κολοβώνω, ακρωτηριάσουν, ακρωτηριάσει, παραλύσει, να ακρωτηριάσουν
- vanille på græsk - βανίλια, βανίλιας, τη βανίλια, vanilla, η βανίλια
- vanvid på græsk - τρέλα, τρέλλα, παραφροσύνη, τρέλας, την τρέλα
- vanvittig på græsk - κουζουλός, λωλός, τρελός, τρελούτσικος, θυμωμένος, τρελό, τρελή, ...
Tilfældige ord
Vanskelig på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: εύθραυστος, λεπτός, μαλθακός, σκληρός, αδύναμος, φίνος, άβολος, δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες
Oversættelser: εύθραυστος, λεπτός, μαλθακός, σκληρός, αδύναμος, φίνος, άβολος, δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες