Õigustatud kreeka keeles
Tõlge: õigustatud, Sõnastik: eesti » kreeka
Lähtekeel:
eesti
Soovitud keel:
kreeka
Tõlked:
μόλις, δίκαιος, δικαιολογείται, δικαιολογημένη, δικαιολογημένες, αιτιολογημένες, δικαιολογημένο
Seotud sõnad
Teised keeled
Seotud sõnad: õigustatud
laenuvõtmine on õigustatud, õigustatud alus, õigustatud antonüümid, õigustatud eesti, õigustatud grammatika, õigustatud sõnastik kreeka, õigustatud kreeka keeles
Tõlked
- õigustama kreeka keeles - δικαιολογώ, εξουσιοδοτώ, δικαιώνω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, ...
- õigustamatu kreeka keeles - αδικαιολόγητη, αδικαιολόγητες, αδικαιολόγητο, αδικαιολόγητα, αδικαιολόγητων
- õigustus kreeka keeles - δικαιολογία, αιτιολογία, τεκμηρίωση, συγνώμη, αιτιολόγηση, Αιτιολόγηση Η, Αιτιολόγηση Οι, ...
- õigusvastane kreeka keeles - παράνομη, καταχρηστική, υπαίτια, εσφαλμένη, παράνομης
Juhuslikud sõnad
Õigustatud kreeka keeles - Sõnastik: eesti » kreeka
Tõlked: μόλις, δίκαιος, δικαιολογείται, δικαιολογημένη, δικαιολογημένες, αιτιολογημένες, δικαιολογημένο
Tõlked: μόλις, δίκαιος, δικαιολογείται, δικαιολογημένη, δικαιολογημένες, αιτιολογημένες, δικαιολογημένο