Elekter kreeka keeles
Tõlge: elekter, Sõnastik: eesti » kreeka
Lähtekeel:
eesti
Soovitud keel:
kreeka
Tõlked:
δύναμη, κύρος, εξουσία, ηλεκτρισμός, ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρικής, ηλεκτρισμού, ηλεκτρική ενέργεια
Teised keeled
Seotud sõnad: elekter
eesti elekter, eesti energia, elekter 220, elekter 3.klass, elekter antonüümid, elekter sõnastik kreeka, elekter kreeka keeles
Tõlked
- elegantselt kreeka keeles - κομψά, Κομψά, κομψή, Τα κομψά, Καλαίσθητα, προσφέρει κομψή
- elegantsitu kreeka keeles - άκομψος, κομψότητα, κομψότητας, την κομψότητα, φινέτσα, καλαισθησία
- elektrifitseerima kreeka keeles - ηλεκτροδοτώ, ηλεκτρίζω, εξηλεκτρίζω, ηλεκτροκινηθούν, ηλεκτρίσει, ηλεκτρίσουν
- elektrifitseerimine kreeka keeles - εξηλεκτρισμός, Ηλεκτροκίνηση, Ηλεκτροδότηση, Electrification, ηλεκτροδοτήσεως
Juhuslikud sõnad
Elekter kreeka keeles - Sõnastik: eesti » kreeka
Tõlked: δύναμη, κύρος, εξουσία, ηλεκτρισμός, ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρικής, ηλεκτρισμού, ηλεκτρική ενέργεια
Tõlked: δύναμη, κύρος, εξουσία, ηλεκτρισμός, ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρικής, ηλεκτρισμού, ηλεκτρική ενέργεια