Jäme kreeka keeles
Tõlge: jäme, Sõnastik: eesti » kreeka
Lähtekeel:
eesti
Soovitud keel:
kreeka
Tõlked:
ακαθάριστος, αισχρός, θαρραλέος, εύσωμος, πρόστυχος, αγροίκος, αγενής, χοντρός, γερός, τραχύς, χοντρό, χονδροειδείς, χονδροειδή, χοντροειδείς
Seotud sõnad
Teised keeled
Seotud sõnad: jäme
jäme antonüümid, jäme eesti, jäme grammatika, jäme inglise keeles, jäme jahu, jäme sõnastik kreeka, jäme kreeka keeles
Tõlked
- jälkus kreeka keeles - αποκρουστικότης, απωθητικότητος, αποκρουστικότητα, απωθητικότητα, αποκρουστική
- jälle kreeka keeles - ξανά, πάλι, και πάλι, φορά, εκ νέου
- jämedakoeline kreeka keeles - αγροίκος, χονδροειδής, τραχύς, χοντρό, χονδροειδείς, χονδροειδή, χοντροειδείς
- jämedus kreeka keeles - τραχύτητα, τραχύτητας, την τραχύτητα, τραχύτητα της, η τραχύτητα
Juhuslikud sõnad
Jäme kreeka keeles - Sõnastik: eesti » kreeka
Tõlked: ακαθάριστος, αισχρός, θαρραλέος, εύσωμος, πρόστυχος, αγροίκος, αγενής, χοντρός, γερός, τραχύς, χοντρό, χονδροειδείς, χονδροειδή, χοντροειδείς
Tõlked: ακαθάριστος, αισχρός, θαρραλέος, εύσωμος, πρόστυχος, αγροίκος, αγενής, χοντρός, γερός, τραχύς, χοντρό, χονδροειδείς, χονδροειδή, χοντροειδείς