Kinnisti kreeka keeles
Tõlge: kinnisti, Sõnastik: eesti » kreeka
Lähtekeel:
eesti
Soovitud keel:
kreeka
Tõlked:
υπό-, στερεωτικό, σταθεροποιητικό, καθηλωτικό, μονιμοποιητικό, στερεωτικού
Seotud sõnad
Teised keeled
Seotud sõnad: kinnisti
kinnisti antonüümid, kinnisti eesti, kinnisti grammatika, kinnisti inglise keeles, kinnisti ristsõna, kinnisti sõnastik kreeka, kinnisti kreeka keeles
Tõlked
- kinnispant kreeka keeles - υποθηκεύω, υποθήκη, πραγματική ασφάλεια, πραγματικής ασφάλειας, αληθινή ασφάλεια, εμπράγματης ασφάλειας που, παροχή εμπράγματης ασφάλειας
- kinnistamine kreeka keeles - ενσωμάτωση, ενσωμάτωσης, ενσωματώνοντας, την ενσωμάτωση, ενσωματώνουν
- kinnisvara kreeka keeles - ακίνητο, κτήμα, σπίτι, περιουσία, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
- kinnitama kreeka keeles - ασφαλής, επαληθεύω, φτιάχνω, διασφαλίζω, ασφαλίζω, γόμφος, εδραιώνω, ...
Juhuslikud sõnad
Kinnisti kreeka keeles - Sõnastik: eesti » kreeka
Tõlked: υπό-, στερεωτικό, σταθεροποιητικό, καθηλωτικό, μονιμοποιητικό, στερεωτικού
Tõlked: υπό-, στερεωτικό, σταθεροποιητικό, καθηλωτικό, μονιμοποιητικό, στερεωτικού