Koosnev kreeka keeles
Tõlge: koosnev, Sõnastik: eesti » kreeka
Lähtekeel:
eesti
Soovitud keel:
kreeka
Tõlked:
ατάραχος, που αποτελείται από, αποτελείται από, αποτελούμενο από, αποτελούμενη από, αποτελούνται από
Seotud sõnad
Teised keeled
Seotud sõnad: koosnev
koosnev antonüümid, koosnev eesti, koosnev grammatika, koosnev inglise keeles, koosnev ristsõna, koosnev sõnastik kreeka, koosnev kreeka keeles
Tõlked
- koosmõju kreeka keeles - αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, η αλληλεπίδραση, της αλληλεπίδρασης
- koosnema kreeka keeles - συγκροτώ, συνθέτω, περιλαμβάνω, αποτελώ, αποτελούνται από, αποτελείται από, να αποτελείται από, ...
- koosolek kreeka keeles - αναμέτρηση, ατελιέ, συνάντηση, πληρούν, συνεδριάσεων, που πληρούν, εκπλήρωση
- koosoleku kreeka keeles - συνάντηση, πληρούν, συνεδριάσεων, που πληρούν, εκπλήρωση
Juhuslikud sõnad
Koosnev kreeka keeles - Sõnastik: eesti » kreeka
Tõlked: ατάραχος, που αποτελείται από, αποτελείται από, αποτελούμενο από, αποτελούμενη από, αποτελούνται από
Tõlked: ατάραχος, που αποτελείται από, αποτελείται από, αποτελούμενο από, αποτελούμενη από, αποτελούνται από