Loov kreeka keeles
Tõlge: loov, Sõnastik: eesti » kreeka
Lähtekeel:
eesti
Soovitud keel:
kreeka
Tõlked:
δημιουργικός, παραγωγικός, δημιουργική, δημιουργικό, δημιουργικές, δημιουργικής
Teised keeled
Seotud sõnad: loov
loov antonüümid, loov eesti, loov eesti pesa, loov energia, loov euroopa, loov sõnastik kreeka, loov kreeka keeles
Tõlked
- lootusrikas kreeka keeles - ελπιδοφόρος, ελπιδοφόρα, ελπιδοφόρο, αισιόδοξος, αισιόδοξοι
- lootustandev kreeka keeles - νεαρός, ανερχόμενος, ελπιδοφόρος, ελπιδοφόρα, ελπιδοφόρο, αισιόδοξος, αισιόδοξοι
- loovimine kreeka keeles - παλλόμενος, ελιγμούς, ελιγμών, τους ελιγμούς, χειρισμών, ελιγμοί
- loovus kreeka keeles - παραγωγικότητα, δημιουργικότητα, δημιουργικότητας, τη δημιουργικότητα, της δημιουργικότητας, δημιουργικότητά
Juhuslikud sõnad
Loov kreeka keeles - Sõnastik: eesti » kreeka
Tõlked: δημιουργικός, παραγωγικός, δημιουργική, δημιουργικό, δημιουργικές, δημιουργικής
Tõlked: δημιουργικός, παραγωγικός, δημιουργική, δημιουργικό, δημιουργικές, δημιουργικής