Nõusolek kreeka keeles
Tõlge: nõusolek, Sõnastik: eesti » kreeka
Lähtekeel:
eesti
Soovitud keel:
kreeka
Tõlked:
έγκριση, συγκατάθεση, παραδοχή, συγκατανεύω, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, συγκατάθεσης
Seotud sõnad
Teised keeled
Seotud sõnad: nõusolek
kirjalik nõusolek, nõusolek antonüümid, nõusolek eesti, nõusolek elukoha andmete kandmiseks rahvastikuregistrisse, nõusolek filmimiseks, nõusolek sõnastik kreeka, nõusolek kreeka keeles
Tõlked
- nõunik kreeka keeles - σύμβουλος, σύμβουλο, συμβούλου, της σύμβουλο, σύμβουλος του
- nõupidamine kreeka keeles - συνέδριο, σύσκεψη, συνάντηση, πληρούν, συνεδριάσεων, που πληρούν, εκπλήρωση
- nõustaja kreeka keeles - σύμβουλος, εμπειρογνώμων, εμπειρογνώμονας, σύμβουλο, συμβούλου, της σύμβουλο, σύμβουλος του
- nõustama kreeka keeles - γνωστοποιώ, ανατρέχω, συμβουλεύομαι, συμβουλεύω, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, ...
Juhuslikud sõnad
Nõusolek kreeka keeles - Sõnastik: eesti » kreeka
Tõlked: έγκριση, συγκατάθεση, παραδοχή, συγκατανεύω, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, συγκατάθεσης
Tõlked: έγκριση, συγκατάθεση, παραδοχή, συγκατανεύω, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, συγκατάθεσης