Pöörlev kreeka keeles
Tõlge: pöörlev, Sõnastik: eesti » kreeka
Lähtekeel:
eesti
Soovitud keel:
kreeka
Tõlked:
ποσότητα, στριφογύρισμα, φωνή, όγκος, ανακυκλούμενων, περιστρεφόμενο, ανακυκλούμενα, περιστρέφονται, περιστρεφόμενη
Teised keeled
Seotud sõnad: pöörlev
pöörlev alus, pöörlev antonüümid, pöörlev body twist board, pöörlev eesti, pöörlev grammatika, pöörlev sõnastik kreeka, pöörlev kreeka keeles
Tõlked
- pöörlema kreeka keeles - στριφτάρι, περιστρέφω, περιστρέφομαι, περιστρέψετε, περιστρέφεται, περιστρέψτε, περιστρέφονται, ...
- pöörlemine kreeka keeles - περιστροφή, περιστροφής, την περιστροφή, εναλλαγή, εναλλαγής
- pöörmesulg kreeka keeles - επισημαίνω, αιχμή, στίγμα, δείχνω, διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, ...
- pügal kreeka keeles - αποφοίτηση, αποφοίτησή, την αποφοίτησή, την αποφοίτηση, βαθμολόγηση
Juhuslikud sõnad
Pöörlev kreeka keeles - Sõnastik: eesti » kreeka
Tõlked: ποσότητα, στριφογύρισμα, φωνή, όγκος, ανακυκλούμενων, περιστρεφόμενο, ανακυκλούμενα, περιστρέφονται, περιστρεφόμενη
Tõlked: ποσότητα, στριφογύρισμα, φωνή, όγκος, ανακυκλούμενων, περιστρεφόμενο, ανακυκλούμενα, περιστρέφονται, περιστρεφόμενη