Püsiv kreeka keeles
Tõlge: püsiv, Sõnastik: eesti » kreeka
Lähtekeel:
eesti
Soovitud keel:
kreeka
Tõlked:
επίμονος, συνεχής, αδιάκοπος, διαρκής, εδραίος, σταθερός, εταιρία, μόνιμος, μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο
Seotud sõnad
Teised keeled
Seotud sõnad: püsiv
püsiv andmekandja, püsiv antonüümid, püsiv eesti, püsiv grammatika, püsiv inglise keeles, püsiv sõnastik kreeka, püsiv kreeka keeles
Tõlked
- püsimine kreeka keeles - διαμονή, διαμένουν, διαμένει, που διαμένουν, παραμονή
- püsiseade kreeka keeles - συνάντηση, φωτιστικό, εξάρτημα, προσάρτημα, εξαρτήματος, υποστήριγμα
- püsivalt kreeka keeles - συνεχώς, μόνιμα, μονίμως, μόνιμη, οριστικά, διαρκώς
- püsivus kreeka keeles - σταθερότητα, σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, σταθερότητα των
Juhuslikud sõnad
Püsiv kreeka keeles - Sõnastik: eesti » kreeka
Tõlked: επίμονος, συνεχής, αδιάκοπος, διαρκής, εδραίος, σταθερός, εταιρία, μόνιμος, μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο
Tõlked: επίμονος, συνεχής, αδιάκοπος, διαρκής, εδραίος, σταθερός, εταιρία, μόνιμος, μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο