Piiritlema kreeka keeles
Tõlge: piiritlema, Sõnastik: eesti » kreeka
Lähtekeel:
eesti
Soovitud keel:
kreeka
Tõlked:
προκρίνομαι, οροθετώ, οριοθετώ, σκιαγραφώ, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
Teised keeled
Seotud sõnad: piiritlema
piiritlema antonüümid, piiritlema eesti, piiritlema grammatika, piiritlema inglise keeles, piiritlema ristsõna, piiritlema sõnastik kreeka, piiritlema kreeka keeles
Tõlked
- piiripidav kreeka keeles - διασταυρούμενη αντοχή, διασταυρούμενη αντίσταση, είχαν διασταυρούμενη αντοχή, διασταυρούμενη ανθεκτικότητα, εμφάνισαν διασταυρούμενη αντοχή
- piiripost kreeka keeles - τέρμα, συνόρων, Border, Συνοριακής, σύνορα, στα σύνορα
- piiritlemine kreeka keeles - προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
- piiritu kreeka keeles - άπατος, φοβερός, απύθμενος, απεριόριστος, απέραντος, απεριόριστη, απέραντη, ...
Juhuslikud sõnad
Piiritlema kreeka keeles - Sõnastik: eesti » kreeka
Tõlked: προκρίνομαι, οροθετώ, οριοθετώ, σκιαγραφώ, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
Tõlked: προκρίνομαι, οροθετώ, οριοθετώ, σκιαγραφώ, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει