Seisak kreeka keeles
Tõlge: seisak, Sõnastik: eesti » kreeka
Lähtekeel:
eesti
Soovitud keel:
kreeka
Tõlked:
αναβολή, εκκρεμότητα, σταματώ, στασιμότητα, στασιμότητας, η στασιμότητα, τη στασιμότητα, αποτελμάτωση
Teised keeled
Seotud sõnad: seisak
kaalu seisak, nakakita seisakusho, seisak antonüümid, seisak eesti, seisak grammatika, seisak sõnastik kreeka, seisak kreeka keeles
Tõlked
- seirama kreeka keeles - παρακολουθώ, οθόνη, μόνιτορ, οθόνης, παρακολουθεί, της οθόνης
- seire kreeka keeles - παρακολούθησης, παρακολούθηση, την παρακολούθηση, η παρακολούθηση, ελέγχου
- seisatuma kreeka keeles - διακόπτω, διακοπή, παύση, σταματώ, παύσης, μικρή διακοπή, την παύση
- seisev kreeka keeles - αναστηλώνω, ορθώνω, ανεγείρω, ακίνητος, σταθερός, στάσιμος, στάσει, ...
Juhuslikud sõnad
Seisak kreeka keeles - Sõnastik: eesti » kreeka
Tõlked: αναβολή, εκκρεμότητα, σταματώ, στασιμότητα, στασιμότητας, η στασιμότητα, τη στασιμότητα, αποτελμάτωση
Tõlked: αναβολή, εκκρεμότητα, σταματώ, στασιμότητα, στασιμότητας, η στασιμότητα, τη στασιμότητα, αποτελμάτωση