Uuring kreeka keeles
Tõlge: uuring, Sõnastik: eesti » kreeka
Lähtekeel:
eesti
Soovitud keel:
kreeka
Tõlked:
σπουδές, μελέτη, έρευνα, ανάκριση, εξέταση, ανασκόπηση, ερώτηση, γραφείο, σπουδάζω, μελέτης, σπουδών, της μελέτης
Seotud sõnad
Teised keeled
Seotud sõnad: uuring
mrt, mrt uuring, uuring 2012, uuring antonüümid, uuring ehitus palk, uuring sõnastik kreeka, uuring kreeka keeles
Tõlked
- uurimine kreeka keeles - εξέταση, έρευνα, διερεύνηση, διεργασία, εξερεύνηση, έρευνας, της έρευνας, ...
- uurimus kreeka keeles - γραφείο, σπουδάζω, πραγματεία, σπουδές, μελέτη, διατριβή, μελέτης, ...
- uuristama kreeka keeles - σκαλίζω, μελαγχολώ, λαξεύω, σκάβω, κουνελοφωλιά, ταράσσομαι, γλύφω, ...
- uuristus kreeka keeles - οδοντικός, έκπλυση, έκπλυσης, αποπλύσεως, κάθαρσης, απόπλυσης
Juhuslikud sõnad
Uuring kreeka keeles - Sõnastik: eesti » kreeka
Tõlked: σπουδές, μελέτη, έρευνα, ανάκριση, εξέταση, ανασκόπηση, ερώτηση, γραφείο, σπουδάζω, μελέτης, σπουδών, της μελέτης
Tõlked: σπουδές, μελέτη, έρευνα, ανάκριση, εξέταση, ανασκόπηση, ερώτηση, γραφείο, σπουδάζω, μελέτης, σπουδών, της μελέτης