Vaidlustamine kreeka keeles
Tõlge: vaidlustamine, Sõnastik: eesti » kreeka
Lähtekeel:
eesti
Soovitud keel:
kreeka
Tõlked:
προκαλώ, πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
Seotud sõnad
Teised keeled
Seotud sõnad: vaidlustamine
hinde vaidlustamine, isaduse vaidlustamine, kiirmenetluse vaidlustamine, kinkelepingu vaidlustamine, leppetrahvi vaidlustamine, vaidlustamine sõnastik kreeka, vaidlustamine kreeka keeles
Tõlked
- vaidlustaja kreeka keeles - διαγωνιζόμενος, διεκδικητής, αμφισβητία, αμφισβητίας, τον αμφισβητία, αντιπάλου
- vaidlustama kreeka keeles - διένεξη, διαμαρτυρία, διαφωνία, διαμαρτύρομαι, διεκδικώ, διαμαρτυρίες, διαγωνισμός, ...
- vaieldamatu kreeka keeles - σίγουρος, βέβαιος, αδιαφιλονίκητος, αμφισβητείται, αναμφισβήτητο, δεν αμφισβητείται, αδιαμφισβήτητο
- vaieldav kreeka keeles - αμφισβητήσιμος, συζητήσιμος, συζητήσιμο, αμφισβητήσιμη, συζητήσιμη
Juhuslikud sõnad
Vaidlustamine kreeka keeles - Sõnastik: eesti » kreeka
Tõlked: προκαλώ, πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
Tõlked: προκαλώ, πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για