Actuator in greek

Translation: actuator, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ενεργοποιητή, ενεργοποιητής, ενεργοποίησης, του ενεργοποιητή, ενεργοποιητού
Actuator in greek
Other Languages

Related words: actuator

door actuator, lock actuator, door lock actuator, blend door actuator, linear actuator, actuator language dictionary greek, actuator in greek

Translations

  • actuating in greek - κινητήριος, ενεργοποίησης, ενεργοποίηση, την ενεργοποίηση, ενεργοποιήσεως
  • actuation in greek - ώθηση, κίνηση, ενεργοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση
  • acuity in greek - οξυδέρκεια
Random words
Actuator in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ενεργοποιητή, ενεργοποιητής, ενεργοποίησης, του ενεργοποιητή, ενεργοποιητού