Alleviated in greek
Translation: alleviated, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ανακουφιστεί, ανακουφιστούν, ανακουφίζονται, αμβλυνθούν, μετριαστεί
Other Languages
Related words: alleviated
alleviated language dictionary greek, alleviated in greek
Translations
- allergy-free in greek - υποαλλεργικά, υποαλλεργικές, Αντιαλλεργικό
- alleviate in greek - ανακουφίζω, καταπραΰνω
- alleviates in greek - ανακουφίζει, απαλύνει, απαλύνει τον, ανακουφίζει τη, ανακουφίζει τα
- alleviating in greek - ανακούφιση, την ανακούφιση, ελάφρυνση, άμβλυνση, ανακούφιση από
Random words
Alleviated in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ανακουφιστεί, ανακουφιστούν, ανακουφίζονται, αμβλυνθούν, μετριαστεί
Translations: ανακουφιστεί, ανακουφιστούν, ανακουφίζονται, αμβλυνθούν, μετριαστεί