Amendable in greek
Translation: amendable, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
τροποποιήσιμος, μπορεί να τροποποιηθεί, τροποποιήσιμα, μπορεί να τροποποιείται, θα μπορεί να τροποποιείται
Other Languages
Related words: amendable
amendable language dictionary greek, amendable in greek
Translations
- amenably in greek - υπεύθυνα
- amend in greek - τροποποιώ
- amended in greek - τροποποιήθηκε, όπως τροποποιήθηκε, τροποποιηθεί, τροποποιείται, τροποποιημένη
- amending in greek - για την τροποποίηση του, για την τροποποίηση, για τροποποίηση του, για τροποποίηση, την τροποποίηση
Random words
Amendable in greek - Dictionary: english » greek
Translations: τροποποιήσιμος, μπορεί να τροποποιηθεί, τροποποιήσιμα, μπορεί να τροποποιείται, θα μπορεί να τροποποιείται
Translations: τροποποιήσιμος, μπορεί να τροποποιηθεί, τροποποιήσιμα, μπορεί να τροποποιείται, θα μπορεί να τροποποιείται