Aptly in greek
Translation: aptly, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ορθώς, εύστοχα, καταλλήλως, που εύστοχα, πολύ εύστοχα
Other Languages
Related words: aptly
aptly named, definition aptly, define aptly, aptly meaning, what is aptly, aptly language dictionary greek, aptly in greek
Translations
- aptitude in greek - ταλέντο, ικανότητα, προτέρημα, κλίση
- aptitudes in greek - τις δεξιότητες, τις ικανότητες, οι δεξιότητες, ικανότητες που, δεξιότητες που
- aptness in greek - καταλληλότητα, ορθότητα, ιδιοφυΐα, αφορά την καταλληλότητά
- apulia in greek - Απουλία, ΑΠΟΥΛΙΑ, Απουλίας, της Απουλίας
Random words
Aptly in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ορθώς, εύστοχα, καταλλήλως, που εύστοχα, πολύ εύστοχα
Translations: ορθώς, εύστοχα, καταλλήλως, που εύστοχα, πολύ εύστοχα