Capitalist in greek
Translation: capitalist, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
καπιταλιστής, κεφαλαιοκράτης, καπιταλιστική, καπιταλιστικής, καπιταλιστικό
Related words
Other Languages
Related words: capitalist
venture capitalist, american capitalist, what is capitalist, capitalist economy, capitalism, capitalist language dictionary greek, capitalist in greek
Translations
- capital-intensive in greek - εντάσεως κεφαλαίου, έντασης κεφαλαίου, ένταση κεφαλαίου, υψηλής έντασης κεφαλαίου, υψηλής εντάσεως κεφαλαίου
- capitalism in greek - καπιταλισμός, καπιταλισμού, καπιταλισμό, τον καπιταλισμό, ο καπιταλισμός
- capitalistic in greek - κεφαλαιοκρατικός, καπιταλιστική, καπιταλιστικής, καπιταλιστικό, καπιταλιστικού
- capitalistically in greek - καπιταλιστικά, κεφαλαιοκρατικά
Random words
Capitalist in greek - Dictionary: english » greek
Translations: καπιταλιστής, κεφαλαιοκράτης, καπιταλιστική, καπιταλιστικής, καπιταλιστικό
Translations: καπιταλιστής, κεφαλαιοκράτης, καπιταλιστική, καπιταλιστικής, καπιταλιστικό