Caricatured in greek
Translation: caricatured, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
διαστρεβλώνεται, καρικατούρα, υπερβολής και διακωμώδησης, διάθεση υπερβολής και διακωμώδησης
Other Languages
Related words: caricatured
caricatured language dictionary greek, caricatured in greek
Translations
- caribou in greek - καριμπού, Caribou, και καριμπού, τα καριμπού
- caricature in greek - γελοιογραφία, καρικατούρα, γελοιογραφίας, καρικατούρας, παρωδία
- caricatures in greek - καρικατούρες, γελοιογραφίες, γελοιογραφιών, σκίτσων, τις γελοιογραφίες
- caricaturing in greek - καρικατούρες, διακωμωδεί, καρικατούρες των, διακωμωδεί το
Random words
Caricatured in greek - Dictionary: english » greek
Translations: διαστρεβλώνεται, καρικατούρα, υπερβολής και διακωμώδησης, διάθεση υπερβολής και διακωμώδησης
Translations: διαστρεβλώνεται, καρικατούρα, υπερβολής και διακωμώδησης, διάθεση υπερβολής και διακωμώδησης