Codified in greek

Translation: codified, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
κωδικοποιημένη, κωδικοποίησε, κωδικοποιήθηκε, κωδικοποιηθεί, κωδικοποιήθηκαν
Codified in greek
Other Languages

Related words: codified

codified law, codified laws, codified definition, define codified, definition of codified, codified language dictionary greek, codified in greek

Translations

  • codicil in greek - κωδίκελλος, κωδικέλλου, κωδίκελλο, έγγραφη πράξη, πρόσθετη πράξη
  • codification in greek - κωδικοποίηση, κωδικοποίησης, την κωδικοποίηση, η κωδικοποίηση, της κωδικοποίησης
  • codifier in greek - κωδικοποιός
  • codifies in greek - κωδικοποιεί, κωδικοποίησε, απόφαση κωδικοποιεί, αυτήν κωδικοποιείται
Random words
Codified in greek - Dictionary: english » greek
Translations: κωδικοποιημένη, κωδικοποίησε, κωδικοποιήθηκε, κωδικοποιηθεί, κωδικοποιήθηκαν