Coinage in greek
Translation: coinage, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
νομισματοκοπία, νομίσματα, νομισμάτων, κερμάτων, νομισματοκοπίας
Other Languages
Related words: coinage
silver coinage, coinage act, coinage of silver, free coinage, us coinage, coinage language dictionary greek, coinage in greek
Translations
- coiling in greek - συσπείρωση, περιέλιξης, περιέλιξη, περιελίξεως, συσπείρωσης
- coin in greek - κέρμα, νόμισμα, νομίσματος, κερμάτων, κέρματος
- coinages in greek - δημιουργίες, νομισματοκοπίες, νομισματοκοπιών, τις δημιουργίες, οι κοπές
- coincide in greek - συμπίπτουν, συμπίπτει, συμπέσει, να συμπίπτει, να συμπίπτουν
Random words
Coinage in greek - Dictionary: english » greek
Translations: νομισματοκοπία, νομίσματα, νομισμάτων, κερμάτων, νομισματοκοπίας
Translations: νομισματοκοπία, νομίσματα, νομισμάτων, κερμάτων, νομισματοκοπίας