Colloquialism in greek
Translation: colloquialism, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
λαϊκή λέξη ή φράση, καθομιλουμένη
Other Languages
Related words: colloquialism
colloquialism examples, colloquialism definition, colloquial, colloquialism define, colloquialism example, colloquialism language dictionary greek, colloquialism in greek
Translations
- colloquia in greek - συνέδρια, συνεδρίων, συζητήσεις, συμπόσια, επιστημονικές συναντήσεις
- colloquial in greek - καθομιλουμένη, καθομιλουμένης, της καθομιλουμένης, ομιλουμένη, κοινώς χρησιμοποιούμενο
- colloquialisms in greek - καθομιλουμένης, καθημερινές εκφράσεις, τις καθημερινές εκφράσεις, κοινότυπες εκφράσεις, εκφράσεις της καθομιλουμένης
- colloquially in greek - στην καθομιλουμένη, κοινώς, καθομιλουμένη, λόγους ευκολίας
Random words
Colloquialism in greek - Dictionary: english » greek
Translations: λαϊκή λέξη ή φράση, καθομιλουμένη
Translations: λαϊκή λέξη ή φράση, καθομιλουμένη