Conditioned in greek
Translation: conditioned, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
συσκευασμένων, κλιματιζόμενο, συσκευασμένα, εξαρτημένη, προετοιμασμένο
Other Languages
Related words: conditioned
conditioned air, the conditioned, stimulus, conditioned stimulus, conditioned response, conditioned language dictionary greek, conditioned in greek
Translations
- conditionality in greek - όροι, προϋποθέσεις, προϋποθέσεων, αιρεσιμότητας, όρων
- conditionally in greek - υπό όρους, όρους, υπό κατάλληλες συνθήκες, δυνητικά, την υπό όρους
- conditioner in greek - μαλακτικό, κλιματιστικό, κλιματιστικού, κοντίσιονερ
- conditioning in greek - κλιματισμού, κλιματισμός, κλιματισμό, περιποίηση, προετοιμασίας
Random words
Conditioned in greek - Dictionary: english » greek
Translations: συσκευασμένων, κλιματιζόμενο, συσκευασμένα, εξαρτημένη, προετοιμασμένο
Translations: συσκευασμένων, κλιματιζόμενο, συσκευασμένα, εξαρτημένη, προετοιμασμένο