Confined in greek
Translation: confined, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
περιορισμένος, περιορίζεται, περιορίζονται, περιοριστεί, περιορίστηκε
Other Languages
Related words: confined
confined space, confined to, what is confined, confined space osha, confined definition, confined language dictionary greek, confined in greek
Translations
- configuring in greek - διαμόρφωση, τη διαμόρφωση, ρύθμιση, τη ρύθμιση, ρύθμιση παραμέτρων
- confine in greek - περιστέλλω, περιορίζω, περιορίσει, περιορίζεται, περιοριστώ, περιορίζουν, περιοριστεί
- confinement in greek - τοκετός, λοχεία, περιορισμός, τοκετό, τον τοκετό
- confinements in greek - τοκετού, χοιροστάσια, τοκετού και τα
Random words
Confined in greek - Dictionary: english » greek
Translations: περιορισμένος, περιορίζεται, περιορίζονται, περιοριστεί, περιορίστηκε
Translations: περιορισμένος, περιορίζεται, περιορίζονται, περιοριστεί, περιορίστηκε