Constructivism in greek
Translation: constructivism, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
κονστρουκτιβισμός, κονστρουκτιβισμό, κονστρουκτιβισμού, τον κονστρουκτιβισμό, εποικοδομισμού
Other Languages
Related words: constructivism
constructivism theory, social constructivism, constructivist, constructivism education, what is constructivism, constructivism language dictionary greek, constructivism in greek
Translations
- constructively in greek - εποικοδομητικά, εποικοδομητικό, εποικοδομητική, με εποικοδομητικό, εποικοδομητικό τρόπο
- constructiveness in greek - εποικοδομητικό, εποικοδομητική, εποικοδομητικό πνεύμα, εποικοδομητικότητας, σε εποικοδομητικό πνεύμα
- constructivist in greek - κονστρουκτιβιστική, δομιστών, κονστρουκτιβιστικής, κονστρουκτιβιστικών, κονστρουκτιβιστικό
Random words
Constructivism in greek - Dictionary: english » greek
Translations: κονστρουκτιβισμός, κονστρουκτιβισμό, κονστρουκτιβισμού, τον κονστρουκτιβισμό, εποικοδομισμού
Translations: κονστρουκτιβισμός, κονστρουκτιβισμό, κονστρουκτιβισμού, τον κονστρουκτιβισμό, εποικοδομισμού