Contestation in greek
Translation: contestation, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αμφισβήτησης, αμφισβήτηση, προσβολή, την αμφισβήτηση, η αμφισβήτηση
Other Languages
Related words: contestation
contestation language dictionary greek, contestation in greek
Translations
- contestant in greek - διαγωνιζόμενος, αγωνιζόμενος, διαγωνιζόμενου, διαγωνιζόμενο, αγωνιζόμενο
- contested in greek - προσβαλλομένη, προσβαλλόμενη, επίδικη, προσβαλλόμενης, επίδικης
- contester in greek - αντικρούων
Random words
Contestation in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αμφισβήτησης, αμφισβήτηση, προσβολή, την αμφισβήτηση, η αμφισβήτηση
Translations: αμφισβήτησης, αμφισβήτηση, προσβολή, την αμφισβήτηση, η αμφισβήτηση