Convicting in greek
Translation: convicting, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
καταδίκης, καταδικαστικής απόφασης, της καταδικαστικής απόφασης, της καταδίκης, καταδικαστικής
Other Languages
Related words: convicting
convicting the innocent, convicting language dictionary greek, convicting in greek
Translations
- conveys in greek - αποπνέει
- convict in greek - καταδικάζω, κατάδικος
- conviction in greek - πεποίθηση, καταδίκη, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή
- convictions in greek - καταδικαστικές αποφάσεις, καταδίκες, πεποιθήσεις, καταδικαστικών αποφάσεων, καταδικαστικές
Random words
Convicting in greek - Dictionary: english » greek
Translations: καταδίκης, καταδικαστικής απόφασης, της καταδικαστικής απόφασης, της καταδίκης, καταδικαστικής
Translations: καταδίκης, καταδικαστικής απόφασης, της καταδικαστικής απόφασης, της καταδίκης, καταδικαστικής