Corrodible in greek
Translation: corrodible, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ευδιάβρωτος, ανθεκτικό στη διάβρωση, από αναλλοίωτο, ανθεκτικά στη διάβρωση, υλικά ανθεκτικά στη διάβρωση
Other Languages
Related words: corrodible
corrodible language dictionary greek, corrodible in greek
Translations
- corroded in greek - διαβρωμένα, διαβρωμένες, διάβρωση, διαβρωθεί, διαβρωμένων
- corrodes in greek - διαβρώνεται, διαβρώνει, διάβρωσιν, οξειδώνεται
- corroding in greek - διαβρώνεται, διάβρωση, διαβρώνοντας, ανοξείδωτο, διαβρωτικό
- corrosion in greek - διάβρωση, διάβρωσης, στη διάβρωση, τη διάβρωση, διαβρώσεως
Random words
Corrodible in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ευδιάβρωτος, ανθεκτικό στη διάβρωση, από αναλλοίωτο, ανθεκτικά στη διάβρωση, υλικά ανθεκτικά στη διάβρωση
Translations: ευδιάβρωτος, ανθεκτικό στη διάβρωση, από αναλλοίωτο, ανθεκτικά στη διάβρωση, υλικά ανθεκτικά στη διάβρωση