Cruder in greek

Translation: cruder, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
πιο ακατέργαστες, πιό ακατέργαστο, πιό ακατέργαστα, ανεπεξέργαστο οχυρό
Cruder in greek
Other Languages

Related words: cruder

cruder language dictionary greek, cruder in greek

Translations

  • crudely in greek - ωμά, απερίφραστα, πρόχειρα, χονδρικά, χονδροειδώς
  • crudeness in greek - ωμότητα, τραχύτητα, ωμότης
  • crudity in greek - χοντροκοπιά, ακατέργαστο, ωμότητα, σκληρότητά, τη σκληρότητά
  • cruel in greek - σκληρός, απάνθρωπος, σκληρή, σκληρής, σκληρές, βάναυση
Random words
Cruder in greek - Dictionary: english » greek
Translations: πιο ακατέργαστες, πιό ακατέργαστο, πιό ακατέργαστα, ανεπεξέργαστο οχυρό